αμεναι

αμεναι
    ἄμεναι
    (ᾱμ) эп. inf. к ἄω См. αω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμεναι" в других словарях:

  • .άμεναι — ἄμεναι , ἄω 3 satiate pres inf act (epic) ἔμεναι , εἰμί sum pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμεναι — ἄω 3 satiate pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»